ρούμεξ

ρούμεξ
και ρούμιξ, ο, Ν
βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολυγονίδες τής τάξης πολυγονώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 18 αυτοφυή, κοινώς γνωστά ως λάπαθα, ξινήθρες, ξινολάπατα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rumex < λατ. rumex «είδος φυτού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… …   Dictionary of Greek

  • ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …   Dictionary of Greek

  • λάπαθο — και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον) κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών τού φυτού ρούμεξ αρχ. όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό τού τ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ρούμιξ — ο, Ν βλ. ρούμεξ …   Dictionary of Greek

  • σιδερολάπαθο — το, Ν κοινή ονομασία ειδών τών φυτών ρούμεξ και μπαλότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο (βλ. σιδηρο ) + λάπαθο / λάπατο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”